-
1 αὖθι
A on the spot, here, there, Il. 1.492, etc.;αὖθ' ἐπὶ τάφρῳ 11.48
;ἐνθάδε κ' αὖθι μένων Od.5.208
;ἐν Λακεδαίμονι αὖθι Il.3.244
; αὖθι ἔχειν to keep him there, as he is, Od. 4.416.2 of Time, forthwith, straightway, Il.5.296, 6.281, etc.— [dialect] Ep. word, borrowed by S.Fr. 522; cf. αὐτόθι. -
2 αὖθι
αὖθι: ( right) there, ( ριγητ) here, Il. 1.492, Il. 7.100; often foll. by a prep. with subst., specifying the place, αὖθι παρ' ἄμμι, Il. 9.427; αὖθι μενῶ μετὰ τοῖσι, Il. 10.62; αὖθ ἐπὶ τάφρῳ, Il. 11.48; ἐν Λακεδαί- μονι αὖθι, Il. 3.244; of time, on the spot, i. e. ‘at once,’ Od. 18.339, Il. 5.296.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὖθι
См. также в других словарях:
επιτέλλω — (I) ἐπιτέλλω (Α) 1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῑς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ. β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ… … Dictionary of Greek
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek